- βαρύτονος
- Τραγουδιστής που η φωνή του είναι ενδιάμεση, ανάμεσα τις φωνές του τενόρου και του βαθύφωνου (πλησιάζει περισσότερο άλλοτε τη μία και άλλοτε την άλλη) και έχει τη δεξιοτεχνία των λαρυγγισμών της φωνής του τενόρου και τη δύναμη και το βάθος εκείνης του βαθύφωνου. Ο όρος στο ουδέτερο, δηλώνει επίσης έγχορδα ή πνευστά μουσικά όργανα.
* * *-η, -ο (Α βαρύτονος, -ον)γραμμ. φρ. «βαρύτονες λέξεις» — λέξεις που τονίζονται στην παραλήγουσα ή την προπαραλήγουσανεοελλ.το αρσ. ως ουσ.η αντρική φωνή μεταξύ τενόρου και βαθύφωνου ή μπάσου με έκταση (κατά προσέγγιση) από το λα (α' διάστημα) ως το σολ (πάνω από το πεντάγραμμο)αρχ.1. (για τις εγκλιτικές λέξεις) άτονος2. αυτός που ηχεί βαθιά3. (για μουσικούς φθόγγους) χαμηλός.
Dictionary of Greek. 2013.